- ξαναστρέφω
- (Μ [ε]ξαναστρέφω)νεοελλ.στρέφω πάλιμσν.1. ξαναστέλνω2. κάνω κάποιον να επιστρέψει3. διαστρέφω4. αναβάλλω δίκη, ορίζω νέα δικάσιμο5. μέσ. ξαναστρέφομαι1. ξετυλίγομαι, ξεκουλουριάζομαι2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω.
Dictionary of Greek. 2013.